Τα Εκπαιδευτήρια Ν. Μπακογιάννη τιμούν και αποχαιρετούν τον Κωνσταντίνο Γεωργουσόπουλο επαναδημοσιεύοντας την συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στην δημοσιογραφική ομάδα του Λυκείου.
Τα Εκπαιδευτήρια Μπακογιάννη αποχαιρετούν έναν από τους κορυφαίους εκπροσώπους των τεχνών και των γραμμάτων, τον κριτικό θεάτρου, μεταφραστή και συγγραφέα Κώστα Γεωργουσόπουλου, αναδημοσιεύοντας την συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στη Δημοσιογραφική Ομάδα του Λυκείου μας τον Ιούλιο του 2011.
Οι τότε μαθητές και μαθήτριες του Σχολείου, Μαντζαρίδης Άγγελος, Ξηνταράκου Αναστασία, Κεχαγιά Χριστίνα, Βαρυτιμίδου Δέσποινα και Αρμπάρα Ρεβέκκα και ο λυκειάρχης των εκπαιδευτηρίων, φιλόλογος κ. Δασταυρίδης Αναστάσιος είχαν την τύχη και την τιμή να συναντήσουν τον Κωνσταντίνο Γεωργουσόπουλο στο Θεατρικό Μουσείο Αθηνών και να καταγράψουν με τη δημοσιογραφική τους πένα τις εξαιρετικές του σκέψεις και απόψεις για την τέχνη γενικά και το θέατρο ειδικότερα.
Τιμώντας λοιπόν αυτή την εξέχουσα προσωπικότητα των γραμμάτων παραθέτουμε τη συνέντευξη που μας είχε παραχωρήσει:
-Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με το θέατρο; Υπήρξε κάποιο πρόσωπο που σας επηρέασε για να λάβετε την απόφαση αυτή;
Ο πατέρας μου ήταν η προσωπικότητα που με επηρέασε. Ήταν φιλόλογος από τους πιο λαμπρούς και φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια των σπουδών του παρακολούθησε πολύ θέατρο. Μεγαλώνοντας εγώ, κοντά στο 1948-49, ανακάλυψα στη βιβλιοθήκη του όλα τα προγράμματα του εθνικού θεάτρου, από λαμπρές παραστάσεις της εποχής. Όταν λοιπόν του ανακοίνωσα ότι θα ασχοληθώ με το θέατρο ενθουσιάστηκε! Μου θύμωσε βέβαια όταν του είπα ότι θα ασχοληθώ με τη θεωρία του θεάτρου και όχι με το πρακτικό θέατρο ως ηθοποιός. Για να ενισχύσει μάλιστα την απόφασή μου πήγαμε μια εβδομάδα στην Αθήνα για να παρακολουθήσουμε όλα τα είδη των παραστάσεων: Αρχαία τραγωδία με τη μουσική του Ροντήρη με την Κοτοπούλη, στο εθνικό θέατρο τη Στέλλα Βιολάντη του Ξενόπουλου με την Αρώνη, επιθεώρηση το «Άνθρωποι-άνθρωποι» με τη Σπεράντζα Βρανά, στη λυρική σκηνή για οπερέτα, κωμωδία με τον Αργυρόπουλο…ήταν πράγματι τρομακτική εμπειρία.. Εδώ να σημειώσουμε ότι τις θεατρικές μου γνώσεις τις χρωστώ στο μεγάλο δάσκαλο μου το Ροντήρη.
– Γιατί επιλέξατε ως ψευδώνυμο σας το όνομα ενός καβαφικού ήρωα, του Μύρη;
Με εκπροσωπεί. Αρχικά να τονίσουμε ότι το ψευδώνυμο το πήρα για λόγους χουντικής άμυνας, όταν επρόκειτο να στείλουμε στη λογοκρισία το χρονικό του Μαρκόπουλου. Έχοντας γράψει ως τότε τραγούδια με το κανονικό μου όνομα και μη γνωρίζοντας πώς θα αντιδράσει η χούντα στο νέο έργο, αποφάσισα να το στείλω με το ψευδώνυμο αυτό. Στο ποίημα του Καβάφη ο Μύρης είναι ένας άνθρωπος που σχετίζεται με δύο παραδόσεις, τη χριστιανική και την ειδωλολατρική. Προσωπικά μου αρέσει η ενασχόληση με τις δύο διαφορετικές παραδόσεις. Απόδειξη ότι ασχολήθηκα με το αρχαίο θέατρο και με την αρχαία κουλτούρα που δεν είναι χριστιανική. Ωστόσο πιστεύω όχι στο δόγμα αλλά στην ευσέβεια της ορθοδοξίας, στον τρόπο τον οποίο οι άνθρωποι αισθάνονται αγάπη για τους συνανθρώπους τους και για τα πράγματα. Για παράδειγμα η γιαγιά μου δε μου επέτρεπε να βγω να παίξω αν το ψωμί που δεν έτρωγα να μην το έδινα στα πουλιά…αυτή την ορθοδοξία αντιλαμβάνομαι.
-Στην περίοδο πολιτιστικής κρίσης που βιώνουμε έντονη είναι η εμφάνιση της σάτιρας τόσο στο θέατρο όσο και στην τηλεόραση. Θεωρείτε ότι η σάτιρα είναι μορφή τέχνης; Είναι υγιής με τη σημερινή της μορφή;
Η σάτιρα είναι μεγάλη τέχνη κι έχει μεγάλους εκπροσώπους. Έχει ρίζες στον Αριστοφάνη. Δεν πρέπει να συγχέουμε ωστόσο τη σάτιρα (με γιώτα) με το σατυρικό δράμα (με ύψιλον). Το σατυρικό δράμα παιζόταν ως ουρά στην τραγωδία ως χορός σατύρων. Είχε συγκεκριμένους μύθους και αίσθηση της ζωής. Μετά τις μητροκτονίες, τις παιδοκτονίες και τις αιμομιξίες των μύθων των τραγωδιών ερχόταν ένα δράμα που τόνιζε τη χαρά για το φαγητό, για τον έρωτα ώστε να πάει ο Αθηναίος να κοιμηθεί με τη γυναικούλα του και να μην αισθάνεται ότι έχει δίπλα του έναν Οιδίποδα που θέλει να βγάλει τα μάτια του. Ήταν λοιπόν μια καταπληκτική παιδαγωγία και καμία σχέση δεν είχε με την κωμωδία. Η κωμωδία ήταν πολιτικό θέατρο, ήταν σάτιρα και κριτική των θεσμών, της δικαιοσύνης, της εκπαίδευσης. Είχε λοιπόν συγκεκριμένη στοχοθεσία. Από τότε ξεκινά μια σειρά μεγάλων σατιρικών που φτάνει ως τις μέρες μας. Η σάτιρα ως λέξη έχει λατινική ρίζα από το satura που σημαίνει σαλάτα. Σήμερα υπάρχει ένα πλήθος σατιρικών που πολλές φορές ξεπερνούν τα όρια και φτάνουν ακόμα και στη συκοφαντία. Προσωπικά με αυτούς αηδιάζω. Καλή σάτιρα τα τελευταία χρόνια δεν υπάρχει. Για παράδειγμα αυτό που κάνει τώρα ο Λαζόπουλος δεν είναι καλή δουλειά σε σχέση με αυτό που έκανε στο παρελθόν. Έχει χαρακτήρα λαϊκίστικο και κολακευτικό των μαζών. Η αληθινή σάτιρα δεν κολακεύει το λαό καθώς οι άρχοντες βρίσκουν και κάνουν όταν δε λειτουργεί και αποφασίζει ορθά ο λαός.
-Θεωρείτε ότι οι διανοούμενοι έχουν σήμερα ενεργό ρόλο στην καταπολέμηση των αβελτηριών της εποχής μας;
Δεν ακούγονται. Υπάρχουν διανοούμενοι που έχουν συμβιβαστεί με την εξουσία κι έχουν μπλεχτεί στα γρανάζια της και άλλοι που είναι έξω από αυτή αλλά δεν τους ακούει κανείς. Αυτή τη στιγμή για παράδειγμα εγώ φωνάζω για το χώρο που βρισκόμαστε που είναι το μοναδικό θεατρικό μουσείο στη νότια Ευρώπη με αμέτρητο υλικό. Αν δεν υπάρξει η απαραίτητη χρηματοδότηση από την πολιτεία πώς θα διασώσουμε την πολιτιστική μας κληρονομιά; Πώς θα συνεχιστεί η έρευνα;
– Πώς κρίνετε τους νεωτερισμούς σε σκηνικά και κοστούμια στις προσπάθειες των σημερινών σκηνοθετών να ανεβάσουν αρχαίο δράμα;
Το θέμα δεν είναι μόνο τα σκηνικά και τα κοστούμια. Στα σαράντα τελευταία χρόνια και μόνο στην Επίδαυρο είδα περίπου 380 παραστάσεις. Έχω παρακολουθήσει λοιπόν παραστάσεις έξοχες και αποκαλυπτικές των εννοιών και των στόχων ενός τραγικού ποιητή με τζιν κι έχω δει και χυδαίες παραστάσεις με χιτώνες. Το θέμα δεν είναι στην ένδυση αλλά στο σεβασμό στα συστατικά στοιχεία της τραγωδίας, κατά τον Αριστοτέλη, που μας έχουν διασωθεί. Δε μας έχει σωθεί η «λέξη» γιατί παίζουμε με τη μετάφραση, άρα δε γνωρίζουμε τον ήχο της αρχαίας λέξης. Έχει χαθεί επίσης η μελωδία, η μουσική δηλαδή των αρχαίων παραστάσεων, δε ξέρουμε ούτε τη χορογραφία αυτών. Γνωρίζουμε μονάχα «τη διάνοια» και «το ήθος», δηλαδή τις ιδέες και το χαρακτήρα, τη γενική δηλαδή συμπεριφορά των ηρώων. Αν θέλουμε να σεβαστούμε τους αρχαίους αυτά τα δυο πρέπει να τα διασώσουμε ανεξαρτήτως κοστουμιών. Ας σκεφτούμε εντελώς απλοϊκά: Την εποχή που παιζόταν ο Οιδίποδας στην Αθήνα τι κοστούμια φορούσαν; Ξέρουμε τι φόραγε ο Οιδίποδας στη μυθική Θήβα; Όχι βέβαια. Σ’ εκείνες λοιπόν τις παραστάσεις φορούσαν τα κοστούμια της εποχής εκείνης. Γιατί λοιπόν να μη φορούμε κι εμείς τα δικά μας; Το πρόβλημα είναι πώς συμπεριφέρονται τα πρόσωπα στη σκηνή. Έχω δει παραστάσεις καταπληκτικές με σύγχρονα κοστούμια και σκηνικά με τζαζ ακόμα μουσική, γιατί όχι; Αν δε μας ενδιαφέρουν όμως τα νοήματα ας φτιάξουμε μια δική μας Αντιγόνη, μια δική μας Ηλέκτρα. Οι μύθοι είναι κοινόχρηστοι, ο χειρισμός τους είναι ελεύθερος. Δεν εμποδίζει κανένας αυτόν που θέλει να παρουσιάσει την Αντιγόνη ομοφυλόφιλη για παράδειγμα, δικαίωμα του είναι. Είναι δικό του δημιούργημα όμως αυτού του είδους η Αντιγόνη, δεν είναι δυνατόν να είναι του Σοφοκλή.
-Ποια η γνώμη σας για τις προσπάθειες των ξένων σκηνοθετών να ανεβάσουν αρχαίο ελληνικό δράμα;
Δεν καταλαβαίνουν τίποτα από το χορό και του ρόλο του γι’ αυτό και ή τον καταχωνιάζουν ή τον κάνουν ένα πρόσωπο. Ειδικά οι βόρειοι, οι προτεστάντες διότι είναι αστοί. Δε δύνανται να καταλάβουν ότι στο αρχαίο θέατρο ακόμη και τα ιδιωτικά προβλήματα γίνονται δημόσια ενώ στο αστικό θέατρο, το ευρωπαϊκό, ακόμα και τα δημόσια γίνονται ιδιωτικά.. Έμαθε ποτέ κανείς ότι η Έντα Γκάμπλερ πέθανε από απελπισία; Ενώ ο Οιδίποδας μοιχεύεται με τη μάνα του δημόσια. Η Φαίδρα έρχεται μπροστά στο χορό και εξομολογείται τον έρωτά της. Αυτό είναι δημοκρατία…Αυτή είναι η καταπληκτική αρχιτεκτονική ιδεών του αρχαιοελληνικού δράματος.
-Θεωρείτε ορθή την επιλογή της «Ελένης» του Ευριπίδη στη γ΄ γυμνασίου ή της Αντιγόνης του Σοφοκλή στη β΄ λυκείου ως έργα μέσω των οποίων ο μαθητής θα γνωρίσει τι πραγματικά είναι το αρχαίο δράμα;
Κατά τη γνώμη μου η επιλογή της Ελένης είναι απαράδεκτη. Οι συνάδελφοι καλούνται να διδάξουν ένα είδος «μοντερνικής» τραγωδίας επηρεασμένης από τη σοφιστική σχετικότητα την ώρα που οι μαθητές δε γνωρίζουν καθόλου τη γνήσια μορφή της. Η επιλογή του Φιλοκτήτη θα ήταν η ορθότερη. Ο Φιλοκτήτης ωστόσο δε διδάσκεται γιατί θεωρείται επικίνδυνος. Τα βάζει με την εξουσία, λυπάται τον ήρωα που τον ταλαιπωρεί η εξουσία, τα βάζει με τον Οδυσσέα που είναι η εξουσία. Θα δώσουμε τώρα αυτό το κείμενο στη νεολαία που είναι αγανακτισμένη; Η Αντιγόνη ωστόσο είναι ένα διάσημο κείμενο της ευρωπαϊκής κουλτούρας, της δυτικής παιδείας.
– Συνάδελφοί σας θεωρούν ότι η ενασχόληση των μαθητών με το ανέβασμα αρχαίου δράματος δεν είναι σωστή διότι με τον τρόπο αυτό προσηλυτίζονται σε μια θέαση της τραγωδίας όμοια με αυτή των δασκάλων τους. Συμφωνείτε μαζί τους;
Αρκεί να μη μιμούνται οι δάσκαλοι τις παραστάσεις που έχουν δει. Και να μην επιθυμούν να «πατήσουν» πάνω στα παιδιά για να κάνουν καριέρα. Συνηθίζω να συμβουλεύω τους σχολικούς δασκάλους που ασχολούνται με το θέατρο να μην πάσχουν από αυτό που ονομάζω ως «σύνδρομο Κούν». Για να γίνω πιο σαφής, επειδή ο Κούν ξεκίνησε από κολέγιο κι έγινε μεγάλος σκηνοθέτης, δε σημαίνει ότι όλοι όσοι ασχολούνται με το θέατρο σε κάποιο σχολείο θα γίνουν μεγάλοι σκηνοθέτες. Μην πατάτε πάνω στα παιδιά! Οι πρόβες πρέπει να αρχίζουν πείθοντας τα παιδιά ότι δεν είναι υποχρεωτικό να ανέβει μια παράσταση. Θα παιδευτούμε, θα ασκηθούμε, θα μιλήσουμε σωστά τη γλώσσα μας, θα μελετήσουμε, θα αναπτύξουμε ορθές παιδαγωγικές σχέσεις με τον συμμαθητές και τους δασκάλους μας, θα αποκτήσουμε τις σωστές εμπειρίες χωρίς να μας ενδιαφέρει αν θα δείξουμε μια παράσταση στον παπά ή στο δήμαρχο της περιοχής μας. Φιλοδοξίες τέτοιου είδους δε χωρούν ούτε για δημόσιες σχέσεις του σχολείου, ούτε του δασκάλου. Έχω ανεβάσει σε χορό τραγωδίας παιδί με μογγολισμό! Κι αυτό γιατί το ήθελε πραγματικά..
Τελικά ποιοτικός ηθοποιός θεωρείται αυτός που ασχολείται μόνο με το θέατρο ή και με την τηλεόραση;
Όχι αποκλειστικά με το θέατρο. Το πρόβλημα είναι να μη μεταφέρει την τηλεόραση στο θέατρο, ή το θέατρο στην τηλεόραση. Χρειάζονται τελείως διαφορετικές τεχνικές. Κλείνω λέγοντας πως υπάρχουν δύο ειδών ηθοποιοί, αυτοί που αισθάνονται ότι βρίσκονται σε μια συνεχή, αληθινή ερωτική επαφή με το κοινό και από την άλλη η μεγάλη-δυστυχώς-πλειοψηφία των ηθοποιών «εταίρων», που ζητούν να ενσαρκώσουν οποιονδήποτε ρόλο χωρίς συναίσθηση αυτού. Θετικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι οι ηθοποιοί της πρώτης κατηγορίας σήμερα έχουν περισσότερες ευκαιρίες σπουδής..